- πυήρ
- πυήρ: ἀναπεπλησμένον, Hsch.; [full] πυηρόν: ἀναπεπλασμένον, Theognost.Can.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυήρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναπεπλησμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυηρόν] … Dictionary of Greek
πυηρόν — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «ἀναπεπλασμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντιπροσωπεύει, πιθανότατα, τη σωστή ανάγνωση τού τ. πυήρ, ενώ σωστή ερμηνεία τής λ. πρέπει να θεωρηθεί το «ἀναπεπλησμένον», που παραδίδεται ως ερμήνευμα τού τ. πυήρ. Οι τ. παράγονται από τη… … Dictionary of Greek